ταχύπνοια — quickness of respiration fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tachypnoe — (griechisch ταχύπνοια, tachypnoia, „Schnellatmung“) ist eine gesteigerte bzw. überhöhte Atemfrequenz (d. i. Atemzüge pro Minute). Die normale Atemfrequenz liegt bei 15–20 pro Minute. Ursachen der Tachypnoe können sein: Erhöhter… … Deutsch Wikipedia
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… … Dictionary of Greek
πολύπνοια — η, ΝΑ [πολύπνους] νεοελλ. ιατρ. ταχύπνοια, μεγάλη επιτάχυνση τής αναπνοής αρχ. σφοδρότητα τού ανέμου … Dictionary of Greek
ορεσειπάθεια ή νόσος των ορειβατών — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που μπορεί να εμφανιστεί στον άνθρωπο σε υψόμετρο 3.000 5.000 μ. ή σε αντίστοιχες βαρομετρικές υποπιέσεις. Η νόσος των ορέων οφείλεται στην ελάττωση της τάσης του οξυγόνου, η οποία προκαλεί μια κατάσταση ανοξαιμίας.… … Dictionary of Greek